ἐπείπερ: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
|lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
}}
{{bailly
|btext=<i>conj. avec l’ind.</i><br />puisqu’enfin, puisqu’en vérité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεί]], περ.
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείπερ Medium diacritics: ἐπείπερ Low diacritics: επείπερ Capitals: ΕΠΕΙΠΕΡ
Transliteration A: epeíper Transliteration B: epeiper Transliteration C: epeiper Beta Code: e)pei/per

English (LSJ)

or ἐπεί περ,

   A v. ἐπεί B. 1, 2, 5.

German (Pape)

[Seite 911] da ja doch, weil doch, bei Hom. stets getrennt; Soph. O. C. 75 El. 790; Eur. Hec. 1286; ἐπείπερ ἄνθρωπός εἰμι Xen. An. 5, 9, 26, vgl. Krüger daselbst; ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα Plat. Phaed. 114 d, wie Xen. Cyr. 8, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείπερ: ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, ἐπεὶ σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.

French (Bailly abrégé)

conj. avec l’ind.
puisqu’enfin, puisqu’en vérité.
Étymologie: ἐπεί, περ.