κομμιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομμιώδης''': -ες, = [[κομμιδώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16. | |lstext='''κομμιώδης''': -ες, = [[κομμιδώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κομμεώδης]] -ες (Α [[κομμιώδης]], -ώδες)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[κόμμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κολλ</i>-<i>ώδης</i>, <i>πηλ</i>-<i>ώδης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = κομμιδώδης, Arist. HA628b27.
German (Pape)
[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
Greek Monolingual
και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλ-ώδης, πηλ-ώδης)].