Ἄβυδος: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἄβῡδος''': ἡ, [[πόλις]] ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν [[ἐπιφόρημα]] = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· [[πολλαχῶς]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, [[ἔνθα]] ἴδ. Δινδ.
|lstext='''Ἄβῡδος''': ἡ, [[πόλις]] ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν [[ἐπιφόρημα]] = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· [[πολλαχῶς]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, [[ἔνθα]] ἴδ. Δινδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />Abydos :<br /><b>1</b> cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;<br /><b>2</b> ville d’Égypte.
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄβῡδος Medium diacritics: Ἄβυδος Low diacritics: Άβυδος Capitals: ΑΒΥΔΟΣ
Transliteration A: Ábydos Transliteration B: Abydos Transliteration C: Avydos Beta Code: *)/abudos

English (LSJ)

ἡ,

   A Abydos, on the Asiatic side of the Hellespont:— Ἀβυδόθεν, Adv. from Abydos, Il.4.500; Ἀβυδόθι, at Abydos, 17.584:—Adj. Ἀβυδηνός, ή, ον, of or from Abydos, Ath.13.572e, etc.: prov., Ἀ. ἐπιφόρημα a dessert of Abydos, i.e. something unpleasant, variously expl., Zen.1.1, etc.; μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον (sc. πατεῖν) Paus.Gr.Fr.2: Ἀβυδοκόμης (Ἀβυδηνοκώμης or -κόμος Zen. 1.1), ου, ὁ = ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν, Ar.Fr.733.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄβῡδος: ἡ, πόλις ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· πολλαχῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, ἔνθα ἴδ. Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Abydos :
1 cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;
2 ville d’Égypte.