ἀποκερματίζω: Difference between revisions

From LSJ
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκερμᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταβάλλω]] εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, [[θραύω]] τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, [[διασκορπίζω]], κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.
|lstext='''ἀποκερμᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταβάλλω]] εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, [[θραύω]] τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, [[διασκορπίζω]], κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> réduire en petite monnaie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gaspiller, dissiper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κερματίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκερμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποκερματίζω Low diacritics: αποκερματίζω Capitals: ΑΠΟΚΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apokermatízō Transliteration B: apokermatizō Transliteration C: apokermatizo Beta Code: a)pokermati/zw

English (LSJ)

   A break into small pieces, Porph.Sent.37.    2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.

French (Bailly abrégé)

1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.