δωδεκέτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δωδεκέτης''': ἢ -ετής, ὁ, [[δώδεκα]] ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε [[δεκαετής]]. | |lstext='''δωδεκέτης''': ἢ -ετής, ὁ, [[δώδεκα]] ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε [[δεκαετής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />âgé de douze ans.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[ἔτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ,
A twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.