ὠκυπέτης: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκῠπέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[ὠκέως]] πετόμενος, [[ταχέως]] τρέχων, χαλκόποδ’ ἵππῳ ὠκυπέτα Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24· ἴρηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· μεταφορ., ὠκ. [[μόρος]] Σοφ. Τραχ. 1042. ― Εὕρηνται δὲ καὶ οἱ θηλ. τύποι, Ὠκυπέτη, ὡς [[ὄνομα]] Ἁρπυίας, Ἡσ. Θεογ. 267· καὶ ὠκυπέτεια [[χελιδών]], Μάρκελλ. Σιδήτ. Ἰατρικ. περὶ ἰχθύων 17 (ἐν τῇ Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρικ. τ. 1, σ. 15 τῆς α΄ ἐκδ.).
|lstext='''ὠκῠπέτης''': -ου, ὁ, ὁ [[ὠκέως]] πετόμενος, [[ταχέως]] τρέχων, χαλκόποδ’ ἵππῳ ὠκυπέτα Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24· ἴρηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· μεταφορ., ὠκ. [[μόρος]] Σοφ. Τραχ. 1042. ― Εὕρηνται δὲ καὶ οἱ θηλ. τύποι, Ὠκυπέτη, ὡς [[ὄνομα]] Ἁρπυίας, Ἡσ. Θεογ. 267· καὶ ὠκυπέτεια [[χελιδών]], Μάρκελλ. Σιδήτ. Ἰατρικ. περὶ ἰχθύων 17 (ἐν τῇ Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρικ. τ. 1, σ. 15 τῆς α΄ ἐκδ.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />au vol <i>ou</i> à l’essor rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπέτης Medium diacritics: ὠκυπέτης Low diacritics: ωκυπέτης Capitals: ΩΚΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: ōkypétēs Transliteration B: ōkypetēs Transliteration C: okypetis Beta Code: w)kupe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A swift-flying, swift-running, ἵππω ὠκυπέτα Il.8.42, 13.24; ἴρηξ Hes.Op.212: metaph., ὠ. μόρος S.Tr.1042 (lyr.):—also fem. Ὠκυπέτη, name of a Harpy, Hes.Th.267; and ὠκυπέτεια χελιδών, of a fish (cf. χελιδών 11), Marc.Sid.17.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠπέτης: -ου, ὁ, ὁ ὠκέως πετόμενος, ταχέως τρέχων, χαλκόποδ’ ἵππῳ ὠκυπέτα Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24· ἴρηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· μεταφορ., ὠκ. μόρος Σοφ. Τραχ. 1042. ― Εὕρηνται δὲ καὶ οἱ θηλ. τύποι, Ὠκυπέτη, ὡς ὄνομα Ἁρπυίας, Ἡσ. Θεογ. 267· καὶ ὠκυπέτεια χελιδών, Μάρκελλ. Σιδήτ. Ἰατρικ. περὶ ἰχθύων 17 (ἐν τῇ Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρικ. τ. 1, σ. 15 τῆς α΄ ἐκδ.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au vol ou à l’essor rapide.
Étymologie: ὠκύς, πέτομαι.