κῆμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῆμος''': ἡ, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ [[λεοντοπόδιον]], Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.
|lstext='''κῆμος''': ἡ, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ [[λεοντοπόδιον]], Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.
}}
{{grml
|mltxt=[[κῆμος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] φυτού που ονομάζεται και [[λεοντοπόδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[κημός]] θεωρείται [[μάλλον]] απίθανη].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆμος Medium diacritics: κῆμος Low diacritics: κήμος Capitals: ΚΗΜΟΣ
Transliteration A: kē̂mos Transliteration B: kēmos Transliteration C: kimos Beta Code: kh=mos

English (LSJ)

ἡ,

   A = λεοντοπόδιον, Dsc.4.133, Orph.A.920.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, eine magische Pflanze, Orph. Arg. 923; nach Diosc. = λεοντοπόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

κῆμος: ἡ, φυτόν τι καλούμενον καὶ λεοντοπόδιον, Διοσκ. 4. 131, Ὀρφ. Ἀργ. 923.

Greek Monolingual

κῆμος, ἡ (Α)
είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη].