θυμηγερέων: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6_20)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠμηγερέων''': συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283˙ - τὸ [[ῥῆμα]] δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. [[ὀλιγηπελέων]].
|lstext='''θῠμηγερέων''': συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283˙ - τὸ [[ῥῆμα]] δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. [[ὀλιγηπελέων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμηγερέων Medium diacritics: θυμηγερέων Low diacritics: θυμηγερέων Capitals: ΘΥΜΗΓΕΡΕΩΝ
Transliteration A: thymēgeréōn Transliteration B: thymēgereōn Transliteration C: thymigereon Beta Code: qumhgere/wn

English (LSJ)

(θυμός, ἀγείρω)

   A gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.

German (Pape)

[Seite 1223] den Muth sammelnd, sich erholend, Od. 7, 283.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμηγερέων: συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283˙ - τὸ ῥῆμα δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. ὀλιγηπελέων.

Greek Monotonic

θῡμηγερέων: (ἀγείρω), μτχ. με ενεστ. σε αχρηστία, αυτός που ανακτά την ψυχή του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.