τίγρις: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τίγρῐς''': ἡ, Φιλήμων ἐν «Νεαίρᾳ» 1, Πλούτ. 2. 144D, καὶ ὁ, Ἄλεξις ἐν «Πυραυνῳ» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 7· γεν. τίγριος Ἀριστ. καὶ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τίγριδος προκρίνεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 1423 (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. τίγριν· πληθ., ὀνομ τίγρεις, καὶ τίγριδες Δίων Κ. 54. 9., 76. 7· - τὸ [[θηρίον]] ἡ [[τίγρις]], Felis tigris· φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο [[ἄγνωστος]] τοῖς Ἕλλησι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Σέλευκος ἔστειλε μίαν εἰς Ἀθήνας, ὁ Σελεύκου [[τίγρις]] Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φιλήμονα ἔνθ’ ἄνωτ.
|lstext='''τίγρῐς''': ἡ, Φιλήμων ἐν «Νεαίρᾳ» 1, Πλούτ. 2. 144D, καὶ ὁ, Ἄλεξις ἐν «Πυραυνῳ» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 7· γεν. τίγριος Ἀριστ. καὶ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τίγριδος προκρίνεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 1423 (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. τίγριν· πληθ., ὀνομ τίγρεις, καὶ τίγριδες Δίων Κ. 54. 9., 76. 7· - τὸ [[θηρίον]] ἡ [[τίγρις]], Felis tigris· φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο [[ἄγνωστος]] τοῖς Ἕλλησι [[μέχρι]] τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Σέλευκος ἔστειλε μίαν εἰς Ἀθήνας, ὁ Σελεύκου [[τίγρις]] Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φιλήμονα ἔνθ’ ἄνωτ.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />tigre, tigresse, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien.
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίγρῐς Medium diacritics: τίγρις Low diacritics: τίγρις Capitals: ΤΙΓΡΙΣ
Transliteration A: tígris Transliteration B: tigris Transliteration C: tigris Beta Code: ti/gris

English (LSJ)

ἡ, Philem.47, Plu.2.144d, also ὁ, Alex.204, Arist.HA607a4, Thphr.HP5.4.7: gen.

   A τίγριος Arist. and Thphr. ll. cc.; τίγριδος Opp.C.3.340; acc. τίγριν: pl. nom. τίγρεις, and τίγριδες D.C.54.9, 76.7; τίγριες Opp.C.1.323; τίγρητες Ar.Byz.Epit.95.10 (acc. to Choerob. in Theod.1.160 H. the river-name is both Τίγρης -ητος and Τίγρις -ιδος):—tiger, Felis tigris; Seleucus sent one to Athens, ὁ Σελεύκου τίγρις Alex. l.c., cf. Philem. l.c.

German (Pape)

[Seite 1109] ιδος, ion. ιος, welche Form auch bei den besten Attikern gebräuchlicher war, ἡ, seltener, aber vielleicht älter, ὁ, der Tiger; das masc. hat Alexis bei Ath. XIII, 590 b; Arist. H. A. 8, 28 u. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τίγρῐς: ἡ, Φιλήμων ἐν «Νεαίρᾳ» 1, Πλούτ. 2. 144D, καὶ ὁ, Ἄλεξις ἐν «Πυραυνῳ» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 7· γεν. τίγριος Ἀριστ. καὶ Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ τύπος τίγριδος προκρίνεται ὑπὸ τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Α. Β. 1423 (ἴδε κατωτ.)· αἰτ. τίγριν· πληθ., ὀνομ τίγρεις, καὶ τίγριδες Δίων Κ. 54. 9., 76. 7· - τὸ θηρίοντίγρις, Felis tigris· φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο ἄγνωστος τοῖς Ἕλλησι μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου· ὁ Σέλευκος ἔστειλε μίαν εἰς Ἀθήνας, ὁ Σελεύκου τίγρις Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Φιλήμονα ἔνθ’ ἄνωτ.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
tigre, tigresse, animal.
Étymologie: DELG emprunt iranien.