φιλαυτία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλαυτία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φίλαυτος]], ἐγωϊσμός, Πλούτ. 2. 48F, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 13, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φιλαυτία]]· τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν». | |lstext='''φῐλαυτία''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φίλαυτος]], ἐγωϊσμός, Πλούτ. 2. 48F, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 13, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φιλαυτία]]· τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />amour de soi, égoïsme.<br />'''Étymologie:''' [[φίλαυτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A self-love, self-regard, Cic.Att.13.13.1, Plu.2.48f; in bad sense, selfishness, UPZ42.10 (ii B. C.), Ph.1.173, al., Porph.Abst.3.2, Jul.Caes.316d, Mis. 349b.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Eigenliebe, Selbstliebe, Plut. Thes. et Rom. 2, getadelt von Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαυτία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φίλαυτος, ἐγωϊσμός, Πλούτ. 2. 48F, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 13, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαυτία· τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de soi, égoïsme.
Étymologie: φίλαυτος.