ἐρυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_12)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῠτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελκύων ἢ σῴζων ἀπό τινος, κακῶν ἐρυτῆρα Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
|lstext='''ἐρῠτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελκύων ἢ σῴζων ἀπό τινος, κακῶν ἐρυτῆρα Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρυτήρ]], -ῆρος ὁ (Α)<br />[[ερύω]]<br />[[αντικείμενο]] που τραβάει [[κάτι]] [[προς]] τα [[πάνω]] ή [[προς]] τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» — [[λεπτό]] [[τεμάχιο]] παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για [[πρόκληση]] εμετού, <b>Νίκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠτήρ Medium diacritics: ἐρυτήρ Low diacritics: ερυτήρ Capitals: ΕΡΥΤΗΡ
Transliteration A: erytḗr Transliteration B: erytēr Transliteration C: erytir Beta Code: e)ruth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A that which draws up, ἐ. φάρυγγος, of a strip of papyrus used to induce vomiting, Nic.Al.363.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελκύων ἢ σῴζων ἀπό τινος, κακῶν ἐρυτῆρα Νικ. Ἀλεξιφ. 363.

Greek Monolingual

ἐρυτήρ, -ῆρος ὁ (Α)
ερύω
αντικείμενο που τραβάει κάτι προς τα πάνω ή προς τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» — λεπτό τεμάχιο παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για πρόκληση εμετού, Νίκ.).