ἐντεκταίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_5) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντεκταίνομαι''': ἀποθ., [[ἐμπήγνυμι]], ἐμπήγω ἢ [[προσαρμόζω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813. | |lstext='''ἐντεκταίνομαι''': ἀποθ., [[ἐμπήγνυμι]], ἐμπήγω ἢ [[προσαρμόζω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[encajar]], [[ajustar en]] ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.<i>Art</i>.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.<i>BI</i> 1.99<br /><b class="num">•</b>fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.235.3, cf. <i>Hom.in Eccl</i>.320.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
A build or fix in, v.l. for ἐκ-, Hp.Art.47, cf. Apollon. Cit. adloc.
German (Pape)
[Seite 854] med., darin erbauen, πύργους Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεκταίνομαι: ἀποθ., ἐμπήγνυμι, ἐμπήγω ἢ προσαρμόζω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813.
Spanish (DGE)
encajar, ajustar en ἐν αὐτῷ τῷ ξύλῳ τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον Hp.Art.47, τεῖχος ἤγειρεν ὑψηλὸν καὶ ξυλίνους πύργους ἐνετεκτήνατο I.BI 1.99
•fig. τὴν ἀνθρωπίνην φωνὴν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐνετεκτήνατο Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.3, cf. Hom.in Eccl.320.13.