κυρτοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(6_7) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυρτοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35. | |lstext='''κυρτοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυρτοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, Astrol., of signs under which
A hunchbacks are born, Thrasyll. in Cat.Cod.Astr.8(3).100, Vett. Val.11.13. 2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4. 3 gloss on κυφός, EM545.35.
German (Pape)
[Seite 1538] ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυρτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35.
Greek Monolingual
κυρτοειδής, -ές (Α)
1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες
2. (για τη σελήνη) κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + -ειδής].