ἐναραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναραρίσκω''': ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ [[προσαρμόζω]] ἢ στερεώνω [[ἐντός]], ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.
|lstext='''ἐναραρίσκω''': ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ [[προσαρμόζω]] ἢ στερεώνω [[ἐντός]], ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. pf. 3ᵉ sg.</i> [[ἐνάρηρεν]];<br />être attaché à ; <i>part. neutre</i> [[ἐναρηρός]] solidement attaché à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀραρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐναραρίσκω Low diacritics: εναραρίσκω Capitals: ΕΝΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: enararískō Transliteration B: enarariskō Transliteration C: enararisko Beta Code: e)narari/skw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνῆρσα,

   A fit or fasten in, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Od. 21.45.    II pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in, εὖ ἐναρηρός 5.236; οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453.

German (Pape)

[Seite 829] einfügen; ἐνῆρσεν Suid.; εὖ ἐναρηρός Od. 5, 236, wohl eingefügt; Arat. 453 πάντα οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν, in tmesi Od. 21, 45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναραρίσκω: ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ προσαρμόζω ἢ στερεώνω ἐντός, ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. 3ᵉ sg. ἐνάρηρεν;
être attaché à ; part. neutre ἐναρηρός solidement attaché à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀραρίσκω.