ξύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_22) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537. | |lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξούρισμα]], το (Μ [[ξύρισμα]]) [[ξυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] τών τριχών του σώματος, και [[ιδίως]] του προσώπου, με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενόχληση]] κάποιου με άσκοπη [[φλυαρία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φύσημα]] παγερού ανέμου, [[ιδίως]] βοριά. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
Greek Monolingual
και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.