περικαής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brûlé tout autour <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ardent, brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰής Medium diacritics: περικαής Low diacritics: περικαής Capitals: ΠΕΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: perikaḗs Transliteration B: perikaēs Transliteration C: perikais Beta Code: perikah/s

English (LSJ)

ές,

   A exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154 ; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc. ; χωρίον J.BJ4.8.3 ; π. θερμότης Thphr.Ign.44. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.

German (Pape)

[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.