χηροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_9)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χηροσύνη''': ἡ, [[στέρησις]] συζύγου, [[χηρεία]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 370, 574, κ. ἀλλ.· χ. πόσιος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1046.
|lstext='''χηροσύνη''': ἡ, [[στέρησις]] συζύγου, [[χηρεία]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 370, 574, κ. ἀλλ.· χ. πόσιος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1046.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[στέρηση]] συζύγου, [[χηρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χήρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηροσύνη Medium diacritics: χηροσύνη Low diacritics: χηροσύνη Capitals: ΧΗΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chērosýnē Transliteration B: chērosynē Transliteration C: chirosyni Beta Code: xhrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A bereavement, widowhood, Epigr. Gr.370 (Cotiaeum), 574; χ. πόσιος A.R.4.1064: pl., Man.3.82.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Beraubtheit, Verlassenheit, bes. πόσιος, Ap. Rh. 5, 1064, Wittwenstand.

Greek (Liddell-Scott)

χηροσύνη: ἡ, στέρησις συζύγου, χηρεία, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 370, 574, κ. ἀλλ.· χ. πόσιος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1046.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
στέρηση συζύγου, χηρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κατάλ. -σύνη].