τοσαυταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(6_3)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοσαυτᾰπλάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, [[τοσάκις]] [[πολλαπλάσιος]], [[τοσάκις]] πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.
|lstext='''τοσαυτᾰπλάσιος''': [ᾰ], -α, -ον, [[τοσάκις]] [[πολλαπλάσιος]], [[τοσάκις]] πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ασία, -ον, Α<br /><b>1.</b> τόσες φορές [[πολλαπλάσιος]], [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[πολλαπλάσιος]] [[εξίσου]] με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τοσαῦτα</i>, πληθ. ουδ. της αντων. [[τοσοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοσαυταπλάσιος Medium diacritics: τοσαυταπλάσιος Low diacritics: τοσαυταπλάσιος Capitals: ΤΟΣΑΥΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tosautaplásios Transliteration B: tosautaplasios Transliteration C: tosaftaplasios Beta Code: tosautapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,

   A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.

German (Pape)

[Seite 1130] so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τοσαυτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τοσάκις πολλαπλάσιος, τοσάκις πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.

Greek Monolingual

-ασία, -ον, Α
1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος
2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. της αντων. τοσοῦτος + -πλάσιος].