σακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6_11)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σακτήρ''': -ῆρος, ὁ ([[σάττω]]) [[σάκκος]], [[θύλακος]], Ἡσύχ.
|lstext='''σακτήρ''': -ῆρος, ὁ ([[σάττω]]) [[σάκκος]], [[θύλακος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σάκος]], [[θύλακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[τακτοποιώ]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήρ</i>)<br />για την σημ. <b>βλ.</b> και λ. [[σάκτας]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακτήρ Medium diacritics: σακτήρ Low diacritics: σακτήρ Capitals: ΣΑΚΤΗΡ
Transliteration A: saktḗr Transliteration B: saktēr Transliteration C: saktir Beta Code: sakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sack, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακτήρ: -ῆρος, ὁ (σάττω) σάκκος, θύλακος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακ-τήρ)
για την σημ. βλ. και λ. σάκτας.