νηπιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιότης''': -τητος, ἡ, νηπιακὴ [[ἡλικία]], Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.
|lstext='''νηπιότης''': -τητος, ἡ, νηπιακὴ [[ἡλικία]], Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />enfantillage, puérilité.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐότης Medium diacritics: νηπιότης Low diacritics: νηπιότης Capitals: ΝΗΠΙΟΤΗΣ
Transliteration A: nēpiótēs Transliteration B: nēpiotēs Transliteration C: nipiotis Beta Code: nhpio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A childhood, infancy, Arist.Pr.896b6.    II childishness, Pl.Lg.808e, J.AJ1.19.3, 2.9.7; ν. φρενῶν Luc.Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιότης: -τητος, ἡ, νηπιακὴ ἡλικία, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
enfantillage, puérilité.
Étymologie: νήπιος.