τλῆσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_8)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλῆσις''': -εως, ἡ, (*[[τλάω]]), [[τόλμη]], θάρρος, [[θράσος]], «[[τλῆσις]]· [[τόλμα]], [[θράσος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τλῆσις''': -εως, ἡ, (*[[τλάω]]), [[τόλμη]], θάρρος, [[θράσος]], «[[τλῆσις]]· [[τόλμα]], [[θράσος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τλῆσις]]<br />[[τόλμα]], [[θράσος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τλη</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>τλή</i>-<i>θυμος</i> και [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλῆσις Medium diacritics: τλῆσις Low diacritics: τλήσις Capitals: ΤΛΗΣΙΣ
Transliteration A: tlē̂sis Transliteration B: tlēsis Transliteration C: tlisis Beta Code: tlh=sis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A audacity, Hsch. τλησίφρων, ον, gen. ονος, (φρήν) = τλήθυμος, Id. (in Dor. form τλᾱσ-.).

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, 1) das Dulden, Ausstehen. – 2) das Unternehmen, Wagen; Hesych. τόλμα, θράσος.

Greek (Liddell-Scott)

τλῆσις: -εως, ἡ, (*τλάω), τόλμη, θάρρος, θράσος, «τλῆσις· τόλμα, θράσος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις
τόλμα, θράσος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + κατάλ. -σις].