φιλόδηρις: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_12)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόδηρις''': -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας καὶ τὰς ἔριδας, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 170, 78.
|lstext='''φῐλόδηρις''': -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας καὶ τὰς ἔριδας, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 170, 78.
}}
{{grml
|mltxt=-ήριος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που του αρέσουν οι έριδες, [[φιλόνικος]], [[καβγατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆρις]] «[[μάχη]], [[ανταγωνισμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δηρις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδηρις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας καὶ τὰς ἔριδας, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 170, 78.

Greek Monolingual

-ήριος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που του αρέσουν οι έριδες, φιλόνικος, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δῆρις «μάχη, ανταγωνισμός» (πρβλ. πολύ-δηρις)].