κακοτέρμων: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοτέρμων''': -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ [[μετὰ]] δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.
|lstext='''κακοτέρμων''': -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ [[μετὰ]] δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοτέρμων]], -ότερμον (Α)<br />αυτός που τελειώνει άσχημα ή με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τέρμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέρμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[τέρμων]], <i>βαθυ</i>-[[τέρμων]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτέρμων Medium diacritics: κακοτέρμων Low diacritics: κακοτέρμων Capitals: ΚΑΚΟΤΕΡΜΩΝ
Transliteration A: kakotérmōn Transliteration B: kakotermōn Transliteration C: kakotermon Beta Code: kakote/rmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A ending ill or with difficulty, ψυγμός Poet.de Herb.94.

German (Pape)

[Seite 1304] ον, einen üblen Ausgang habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτέρμων: -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ μετὰ δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.

Greek Monolingual

κακοτέρμων, -ότερμον (Α)
αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο-τέρμων, βαθυ-τέρμων.