τρίωρος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(6_17)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίωρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, [[μετὰ]] τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278.
|lstext='''τρίωρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, [[μετὰ]] τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίωρος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που διαρκεί [[τρεις]] ώρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τριών ωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>ωρος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρίωρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, μετὰ τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίωρος, -ον, ΝΜ
αυτός που διαρκεί τρεις ώρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο
χρονικό διάστημα τριών ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά-ωρος].