ληθαργώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληθαργώδης''': -ες, = [[ληθαργικός]], Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.
|lstext='''ληθαργώδης''': -ες, = [[ληθαργικός]], Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.
}}
{{grml
|mltxt=[[ληθαργώδης]], -ῶδες (Α) [[λήθαργος]] (Ι)]<br />[[ληθαργικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ληθαργωδῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] ληθαργίας, νάρκης.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληθαργώδης Medium diacritics: ληθαργώδης Low diacritics: ληθαργώδης Capitals: ΛΗΘΑΡΓΩΔΗΣ
Transliteration A: lēthargṓdēs Transliteration B: lēthargōdēs Transliteration C: lithargodis Beta Code: lhqargw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ληθαργικός, Dsc.Ther.15, Gal.7.466. Adv. -δῶς Dsc.4.64.

German (Pape)

[Seite 38] ες, = ληθαργικός, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ληθαργώδης: -ες, = ληθαργικός, Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.

Greek Monolingual

ληθαργώδης, -ῶδες (Α) λήθαργος (Ι)]
ληθαργικός.
επίρρ...
ληθαργωδῶς (Α)
σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης.