ξενοφυής: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(6_7)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοφυής''': -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον [[σχῆμα]] ἢ φύσιν, Τζέτζ.
|lstext='''ξενοφυής''': -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον [[σχῆμα]] ἢ φύσιν, Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοφυής]], -ές (Μ)<br />αυτός που έχει παράξενη [[φύση]] ή παράξενο [[σχήμα]] («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοφῠής Medium diacritics: ξενοφυής Low diacritics: ξενοφυής Capitals: ΞΕΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: xenophyḗs Transliteration B: xenophyēs Transliteration C: ksenofyis Beta Code: cenofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A strange of shape or nature, Tz.H.8.579, 636.

German (Pape)

[Seite 278] ές, von fremder, ungewöhnlicher Natur, Beschaffenheit, Schol. Lycophr. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφυής: -ές, ὁ ἔχων ξένον ἢ παράδοξον σχῆμα ἢ φύσιν, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ξενοφυής, -ές (Μ)
αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιο-φυής].