καθέκαστα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_12)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέκαστα''': ἴδε [[ἕκαστος]].
|lstext='''καθέκαστα''': ἴδε [[ἕκαστος]].
}}
{{grml
|mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) <i>τα [[καθέκαστα]]<br />οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα [[καθέκαστα]] για την [[υπόθεση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως αντων.) ο [[καθένας]] [[χωριστά]]<br /><b>2.</b> (επιρρηματικώς, με ή [[χωρίς]] το ουσ. [[ημέρα]]) καθημερινά (α. «[[καθεκάστην]] ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων<br />β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐν τοῑς καθέκαστον» — στα [[μερικά]], στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καθ</i>' <i>ἕκαστον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1283] d. i. καθ' ἕκαστα, im Einzelnen, jedes einzeln, Arist. u. a. Sp., besser getrennt geschrieben. So auch

Greek (Liddell-Scott)

καθέκαστα: ἴδε ἕκαστος.

Greek Monolingual

τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)
(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα
οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση»)
μσν.
1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά
2. (επιρρηματικώς, με ή χωρίς το ουσ. ημέρα) καθημερινά (α. «καθεκάστην ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων
β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)
αρχ.
φρ. «ἐν τοῑς καθέκαστον» — στα μερικά, στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. καθ' ἕκαστον].