ἠπειρώτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπειρώτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Ι. ἐκ τῆς ξηρᾶς, ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀντίθ. [[νησιώτης]], Ἡροδ. 6. 49, πρβλ. 1. 171· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἐν ταῖς νήσοις, [[αὐτόθι]] 151, πρβλ. 7. 109, Θουκ. 1. 5, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]], ἠπ. ξυμμαχία, [[συμμαχία]] μετ᾿ ἠπειρωτικῆς δυνάμεως, ἀντιθ. ναυτική, [[αὐτόθι]] 35, πρβλ. 4. 12· πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας ὁ αὐτ. 6. 86. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἤπειρον τῆς Ἀσίας Ἀσιατικός, Εὐρ. Ἀνδρ. 159, 652, Ἱσοκρ. 68Α· πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ, Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. 2) Ἠπειρώτης, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Ἠπείρου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19.
|lstext='''ἠπειρώτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Ι. ἐκ τῆς ξηρᾶς, ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀντίθ. [[νησιώτης]], Ἡροδ. 6. 49, πρβλ. 1. 171· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἐν ταῖς νήσοις, [[αὐτόθι]] 151, πρβλ. 7. 109, Θουκ. 1. 5, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]], ἠπ. ξυμμαχία, [[συμμαχία]] μετ᾿ ἠπειρωτικῆς δυνάμεως, ἀντιθ. ναυτική, [[αὐτόθι]] 35, πρβλ. 4. 12· πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας ὁ αὐτ. 6. 86. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἤπειρον τῆς Ἀσίας Ἀσιατικός, Εὐρ. Ἀνδρ. 159, 652, Ἱσοκρ. 68Α· πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ, Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. 2) Ἠπειρώτης, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Ἠπείρου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de la terre ferme, du continent, continental;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> habitant de l’Asie, Asiatique <i>ou</i> habitant de l’Épire, Épirote.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρώτης Medium diacritics: ἠπειρώτης Low diacritics: ηπειρώτης Capitals: ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ
Transliteration A: ēpeirṓtēs Transliteration B: ēpeirōtēs Transliteration C: ipeirotis Beta Code: h)peirw/ths

English (LSJ)

ον, ὁ, fem. ἠπειρ-ῶτις, ιδος,

   A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.); ἵπποι Philostr.Im.1.30.    II Subst. -ώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12; πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86.    III Asiatic, ψυχή E.Andr.159: Subst. fem., ib.652.    2 Ἠπειρώτης, ου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr.494.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, fem. ἠπειρῶτις, ιδος, ἡ, auf dem Festlande, Ggstz νησιώτης, Isocr. 4, 132; πόλιες ἠπειρώτιδες, Städte im Binnenlande (im Continent Asien), Ggstz Küsten- u. Inselstädte, Her. 1, 151. 7, 109; ξυμμαχία ἠπ., im Ggstz von ναυτική, Thuc. 1, 35; – Ggstz von θαλάσσιος, 4, 2; – auch = asiatisch, Eur. Andr. 159. 650.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Ι. ἐκ τῆς ξηρᾶς, ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀντίθ. νησιώτης, Ἡροδ. 6. 49, πρβλ. 1. 171· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἐν ταῖς νήσοις, αὐτόθι 151, πρβλ. 7. 109, Θουκ. 1. 5, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως, ἠπ. ξυμμαχία, συμμαχία μετ᾿ ἠπειρωτικῆς δυνάμεως, ἀντιθ. ναυτική, αὐτόθι 35, πρβλ. 4. 12· πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας ὁ αὐτ. 6. 86. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἤπειρον τῆς Ἀσίας Ἀσιατικός, Εὐρ. Ἀνδρ. 159, 652, Ἱσοκρ. 68Α· πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ, Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. 2) Ἠπειρώτης, ὁ, κάτοικος τῆς Ἠπείρου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. de la terre ferme, du continent, continental;
2 subst. habitant de l’Asie, Asiatique ou habitant de l’Épire, Épirote.
Étymologie: ἤπειρος.