διοίχομαι: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι˙ πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136˙ ἀποθ.˙ -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, [[λήγω]], ὁ [[λόγος]] διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)˙ χὴ [[δίκη]] δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530. | |lstext='''διοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι˙ πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136˙ ἀποθ.˙ -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, [[λήγω]], ὁ [[λόγος]] διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)˙ χὴ [[δίκη]] δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> passer, s’écouler;<br /><b>2</b> être terminé ; être fini, être perdu.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[οἴχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -οιχήσομαι: pf.
A -οίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e. II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται) ; χἠ δίκη δ. E.Supp.530.
Greek (Liddell-Scott)
διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι˙ πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136˙ ἀποθ.˙ -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)˙ χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.
French (Bailly abrégé)
1 passer, s’écouler;
2 être terminé ; être fini, être perdu.
Étymologie: διά, οἴχομαι.