ἡδοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_9)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδοσύνη''': ἡ, = [[ἡδονή]], Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. [[πημονή]], [[πημοσύνη]].
|lstext='''ἡδοσύνη''': ἡ, = [[ἡδονή]], Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. [[πημονή]], [[πημοσύνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδοσύνη]], δωρ. τ. [[ἁδοσύνα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ηδονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηδονή]], αναλογικά [[προς]] τα θηλυκά σε -<i>σύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευφροσύνη]])].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδοσύνη Medium diacritics: ἡδοσύνη Low diacritics: ηδοσύνη Capitals: ΗΔΟΣΥΝΗ
Transliteration A: hēdosýnē Transliteration B: hēdosynē Transliteration C: idosyni Beta Code: h(dosu/nh

English (LSJ)

ἡ,= ἡδονή, Dor. ἁδοσύνᾱ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδοσύνη: ἡ, = ἡδονή, Δωρ. ἁδ- παρ’ Ἡσύχ.· πρβλ. πημονή, πημοσύνη.

Greek Monolingual

ἡδοσύνη, δωρ. τ. ἁδοσύνα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονή, αναλογικά προς τα θηλυκά σε -σύνη (πρβλ. ευφροσύνη)].