δείνωσις: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δείνωσις''': -εως, ἡ, ([[δεινόω]]) [[ἐξόγκωσις]], ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391. | |lstext='''δείνωσις''': -εως, ἡ, ([[δεινόω]]) [[ἐξόγκωσις]], ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />exagération (de dangers, d’inconvénients, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεινόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A exaggeration or exacerbation, Pl.Phdr.272a, Quint.Inst.6.2.24, Longin.11.2, 12.5 (pl.), Demetr. Eloc.130; αὔξησις καὶ δ. D.H.Vett.Cens.2.5, cf. Lys.19 (pl.). II indignation, Arist.Rh.1417a13, 1419b26. 2 frowning, ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι Hp.Acut.42.
German (Pape)
[Seite 539] ἡ, das Schrecklich-, Großmachen, das Uebertreiben, Plat. Phaedr. 272 a; Plut. Flam. 18; auch als rhetorische Figur, Arist. rhet. 2, 21; vgl. Quinct. 6, 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
δείνωσις: -εως, ἡ, (δεινόω) ἐξόγκωσις, ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
exagération (de dangers, d’inconvénients, etc.).
Étymologie: δεινόω.