μωμητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_15)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωμητής''': ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.
|lstext='''μωμητής''': ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μωμητής]], ὁ (Α) [[μωμώμαι]]<br />αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει.
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμητής Medium diacritics: μωμητής Low diacritics: μωμητής Capitals: ΜΩΜΗΤΗΣ
Transliteration A: mōmētḗs Transliteration B: mōmētēs Transliteration C: momitis Beta Code: mwmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A censurer, Hp.de Arte8.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Tadler, Spötter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητής: ὁ, ὁ μωμούμενος τοὺς ἄλλους, μεταγεν.

Greek Monolingual

μωμητής, ὁ (Α) μωμώμαι
αυτός που κατηγορεί ή επικρίνει.