πολυηχής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυηχής''': -ές, ([[ἦχος]]) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ [[μετὰ]] ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422. | |lstext='''πολυηχής''': -ές, ([[ἦχος]]) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ [[μετὰ]] ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ [[μεγάλως]] ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aux sons variés;<br /><b>2</b> très sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἦχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἦχος)
A many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.
German (Pape)
[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.