κρουσιδημέω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(6_6) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρουσιδημέω''': ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 859, [[παρῳδία]] ἐπὶ τοῦ [[κρουσιμετρέω]], ἐξαπατῶ τὸν δῆμον, «κρουσιδημῶν, κατακρούων τῇ βοῇ, ἢ τὸν δῆμον ἀπατῶν καὶ παρακρουόμενος τῇ βοῇ. ἔστι δὲ παρὰ τὸ κρουσιμετρεῖν, ὃ λέγεται ἐπὶ τῶν τοῖς μέτροις παραλογιζομένων» Σουΐδ ἐν λέξ. | |lstext='''κρουσιδημέω''': ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 859, [[παρῳδία]] ἐπὶ τοῦ [[κρουσιμετρέω]], ἐξαπατῶ τὸν δῆμον, «κρουσιδημῶν, κατακρούων τῇ βοῇ, ἢ τὸν δῆμον ἀπατῶν καὶ παρακρουόμενος τῇ βοῇ. ἔστι δὲ παρὰ τὸ κρουσιμετρεῖν, ὃ λέγεται ἐπὶ τῶν τοῖς μέτροις παραλογιζομένων» Σουΐδ ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρουσῐδημέω:''' ирон. обманывать народ, (вообще) надувать (τινα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
parody on κρουσιμετρέω,
A cheat the people, Ar.Eq. 859.
German (Pape)
[Seite 1514] komisches Wort bei Ar. Equ. 859, nach κρουσιμετρέω gebildet, das Volk täuschen u. betrügen, indem man es aufwiegelt.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιδημέω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 859, παρῳδία ἐπὶ τοῦ κρουσιμετρέω, ἐξαπατῶ τὸν δῆμον, «κρουσιδημῶν, κατακρούων τῇ βοῇ, ἢ τὸν δῆμον ἀπατῶν καὶ παρακρουόμενος τῇ βοῇ. ἔστι δὲ παρὰ τὸ κρουσιμετρεῖν, ὃ λέγεται ἐπὶ τῶν τοῖς μέτροις παραλογιζομένων» Σουΐδ ἐν λέξ.
Russian (Dvoretsky)
κρουσῐδημέω: ирон. обманывать народ, (вообще) надувать (τινα Arph.).