κρουσιδημέω

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσῐδημέω Medium diacritics: κρουσιδημέω Low diacritics: κρουσιδημέω Capitals: ΚΡΟΥΣΙΔΗΜΕΩ
Transliteration A: krousidēméō Transliteration B: krousidēmeō Transliteration C: krousidimeo Beta Code: krousidhme/w

English (LSJ)

parody on κρουσιμετρέω, cheat the people, Ar.Eq. 859.

German (Pape)

[Seite 1514] komisches Wort bei Ar. Equ. 859, nach κρουσιμετρέω gebildet, das Volk täuschen u. betrügen, indem man es aufwiegelt.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσιδημέω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 859, παρῳδία ἐπὶ τοῦ κρουσιμετρέω, ἐξαπατῶ τὸν δῆμον, «κρουσιδημῶν, κατακρούων τῇ βοῇ, ἢ τὸν δῆμον ἀπατῶν καὶ παρακρουόμενος τῇ βοῇ. ἔστι δὲ παρὰ τὸ κρουσιμετρεῖν, ὃ λέγεται ἐπὶ τῶν τοῖς μέτροις παραλογιζομένων» Σουΐδ ἐν λέξ.

Russian (Dvoretsky)

κρουσῐδημέω: ирон. обманывать народ, (вообще) надувать (τινα Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουσιδημέω [κροῦσις, δῆμος] het volk bedriegen.