τραγῳδάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_22)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγῳδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τραγῳδία]], Διογ. Λ. 6. 80.
|lstext='''τρᾰγῳδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τραγῳδία]], Διογ. Λ. 6. 80.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. του [[τραγωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>). Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. της λ. [[τραγῳδία]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδάριον Medium diacritics: τραγῳδάριον Low diacritics: τραγωδάριον Capitals: ΤΡΑΓΩΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: tragōidárion Transliteration B: tragōdarion Transliteration C: tragodarion Beta Code: tragw|da/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of τραγῳδία, D.L.6.80.

German (Pape)

[Seite 1133] τό, dim. von τραγῳδία, D. L. 6, 80.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τραγῳδία, Διογ. Λ. 6. 80.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του τραγωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον). Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. της λ. τραγῳδία.