κλιμακισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_14)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑμᾰκισμός''': ὁ, [[εἶδος]] παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.
|lstext='''κλῑμᾰκισμός''': ὁ, [[εἶδος]] παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλιμακισμός]], ὁ (Α) [[κλιμακίζω]]<br />[[είδος]] τεχνάσματος στην [[πάλη]], η [[κλίμαξ]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκισμός Medium diacritics: κλιμακισμός Low diacritics: κλιμακισμός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: klimakismós Transliteration B: klimakismos Transliteration C: klimakismos Beta Code: klimakismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κλῖμαξ 111, Hsch. (-ίσκοι cod.).

German (Pape)

[Seite 1453] ὁ, ein Kunstgriff der Ringer, die sich auf den Rücken des Gegners schwangen, um ihn zum Falle zu bringen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκισμός: ὁ, εἶδος παλαιστικοῦ τεχνάσματος, Ἡσύχ.· πρβλ. κλῖμαξ ΙΙ.

Greek Monolingual

κλιμακισμός, ὁ (Α) κλιμακίζω
είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ.