τανυσίσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_17) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰνῠσίσκοπος''': -ον, ὁ βλέπων [[μακράν]], Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C. | |lstext='''τᾰνῠσίσκοπος''': -ον, ὁ βλέπων [[μακράν]], Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βλέπει [[μακριά]], σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι», σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), <b>πρβλ.</b> [[φιλόσκοπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι», σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος.