κραγέτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾱγέτης''': -ου, ὁ, ([[κράζω]]) ὁ κράζων, «φωνακλᾶς», ὡς τὸ [[κεκράκτης]], κραγέται κολοιοὶ Πινδ. Ν. 3. 143, πρβλ. Φιλόστρ. 870. | |lstext='''κρᾱγέτης''': -ου, ὁ, ([[κράζω]]) ὁ κράζων, «φωνακλᾶς», ὡς τὸ [[κεκράκτης]], κραγέται κολοιοὶ Πινδ. Ν. 3. 143, πρβλ. Φιλόστρ. 870. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κραγέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κράζει, ο [[φωνακλάς]] («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κράγ</i>- του [[κράζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>κραγ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλιναι</i>-[[έτης]], <i>ηγ</i>-[[έτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (κράζω)
A screamer, chatterer, κολοιοί Pi.N.3.82.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, der Schreier, schreiend; κολοιοί Pind. N. 3, 78; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱγέτης: -ου, ὁ, (κράζω) ὁ κράζων, «φωνακλᾶς», ὡς τὸ κεκράκτης, κραγέται κολοιοὶ Πινδ. Ν. 3. 143, πρβλ. Φιλόστρ. 870.
Greek Monolingual
κραγέτης, ὁ (Α)
αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-κραγ-ον) + κατάλ. -έτης (πρβλ. αλιναι-έτης, ηγ-έτης)].