τέκνωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(6_21) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέκνωμα''': τό, [[τέκνον]]· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου [[κλέος]], [[τέκνον]] τοῦ πόνου [[εἶναι]] ἡ [[φήμη]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a. | |lstext='''τέκνωμα''': τό, [[τέκνον]]· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου [[κλέος]], [[τέκνον]] τοῦ πόνου [[εἶναι]] ἡ [[φήμη]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, Α [[τεκνῶ]]<br /><b>μτφ.</b> [[γέννημα]], [[δημιούργημα]] («[[τέκνωμα]] τοῡ πόνου [[κλέος]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.
German (Pape)
[Seite 1083] τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.
Greek (Liddell-Scott)
τέκνωμα: τό, τέκνον· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου κλέος, τέκνον τοῦ πόνου εἶναι ἡ φήμη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a.
Greek Monolingual
το, Α τεκνῶ
μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.).