διωχής: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_7)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διωχής''': -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», [[δίφρος]] Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, [[ἔνθα]] κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.
|lstext='''διωχής''': -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», [[δίφρος]] Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, [[ἔνθα]] κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[de dos plazas]] δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐωχής Medium diacritics: διωχής Low diacritics: διωχής Capitals: ΔΙΩΧΗΣ
Transliteration A: diōchḗs Transliteration B: diōchēs Transliteration C: diochis Beta Code: diwxh/s

English (LSJ)

ές, (ἔχω)

   A that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.

Greek (Liddell-Scott)

διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.

Spanish (DGE)

-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.