ὀζεία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_9)
(28)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀζεία''': ἡ, = [[θεραπεία]], Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[ἄοζος]], [[ἀοζέω]]).
|lstext='''ὀζεία''': ἡ, = [[θεραπεία]], Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[ἄοζος]], [[ἀοζέω]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀζεία]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θεραπεία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄζος]] (II) «[[κλάδος]], [[βλαστός]], [[γόνος]], [[σύντροφος]], [[θεράπων]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).

Greek Monolingual

ὀζεία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεραπεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (II) «κλάδος, βλαστός, γόνος, σύντροφος, θεράπων»].