ἀνεξάλλακτος: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(6_16) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεξάλλακτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175. | |lstext='''ἀνεξάλλακτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inmutable]], [[inalterable]] τὸ αἰώνιον Procl.<i>in Ti</i>.1.238.16, ἡ πρόνοια Procl.<i>in Prm</i>.772.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unchangeable, Procl. in Ti.1.238D., Id.in Prm.p.599S.
German (Pape)
[Seite 223] unveränderlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175.
Spanish (DGE)
-ον
inmutable, inalterable τὸ αἰώνιον Procl.in Ti.1.238.16, ἡ πρόνοια Procl.in Prm.772.15.