μαλθακώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_7)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁπωσοῦν [[μαλακός]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. [[μαλθώδης]].
|lstext='''μαλθᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁπωσοῦν [[μαλακός]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. [[μαλθώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθακώδης Medium diacritics: μαλθακώδης Low diacritics: μαλθακώδης Capitals: ΜΑΛΘΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: malthakṓdēs Transliteration B: malthakōdēs Transliteration C: malthakodis Beta Code: malqakw/dhs

English (LSJ)

ες

   A emollient, Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. μαλθώδης.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁπωσοῦν μαλακός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. μαλθώδης.

Greek Monolingual

μαλθακώδης, -ῶδές (AM) μαλθακός
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.