μάραγνα: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάραγνα''': [μᾰ], ἡ, = [[σμάραγνα]], [[μάστιξ]], [[μαστίγιον]], ἱμὰς (πρὸς μαστίγωσιν), [[διπλῆ]] μ. (πρβλ. [[μάσθλης]]), Αἰσχύλ. Χο. 375, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 817, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 7· ἴδε [[Πολυδ]]. Ι΄, 56. - Ὁ Ἡρῳδιαν. παροξύνει τὴν λέξιν γράφων μαράγνα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάραγνα]]· [[μάστιξ]], [[ῥάβδος]], [[ταυρεία]]».
|lstext='''μάραγνα''': [μᾰ], ἡ, = [[σμάραγνα]], [[μάστιξ]], [[μαστίγιον]], ἱμὰς (πρὸς μαστίγωσιν), [[διπλῆ]] μ. (πρβλ. [[μάσθλης]]), Αἰσχύλ. Χο. 375, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 817, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 7· ἴδε [[Πολυδ]]. Ι΄, 56. - Ὁ Ἡρῳδιαν. παροξύνει τὴν λέξιν γράφων μαράγνα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάραγνα]]· [[μάστιξ]], [[ῥάβδος]], [[ταυρεία]]».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fouet, lanière de cuir.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάραγνα Medium diacritics: μάραγνα Low diacritics: μάραγνα Capitals: ΜΑΡΑΓΝΑ
Transliteration A: máragna Transliteration B: maragna Transliteration C: maragna Beta Code: ma/ragna

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ,

   A = σμάραγνα, lash, scourge, διπλῆ μ. A.Ch.375 (lyr.), cf. E.Rh.817, Pl.Com.63, Poll.10.56.

German (Pape)

[Seite 94] ἡ, oder nach Schol. Eur. Rhes. 817 μαράγνα, wie σμάραγνα, Geißel, Peitsche; μαράγνης δοῦπος, Aesch. Ch. 369; Eur. Rhes. 817; Plat. com. bei Poll. 10, 56.

Greek (Liddell-Scott)

μάραγνα: [μᾰ], ἡ, = σμάραγνα, μάστιξ, μαστίγιον, ἱμὰς (πρὸς μαστίγωσιν), διπλῆ μ. (πρβλ. μάσθλης), Αἰσχύλ. Χο. 375, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 817, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 7· ἴδε Πολυδ. Ι΄, 56. - Ὁ Ἡρῳδιαν. παροξύνει τὴν λέξιν γράφων μαράγνα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάραγνα· μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fouet, lanière de cuir.
Étymologie: DELG emprunt iranien.