κροκόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(6_14)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροκόχρως''': ὁ, ἡ, ἔχων [[χρῶμα]] κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
|lstext='''κροκόχρως''': ὁ, ἡ, ἔχων [[χρῶμα]] κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κροκόχρως]], -ωτος, ό και ἡ (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>οινό</i>-<i>χρως</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1512] saffranfarbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κροκόχρως: ὁ, ἡ, ἔχων χρῶμα κρόκου, Νικήτ. Εὐγεν. 7. 1.

Greek Monolingual

κροκόχρως, -ωτος, ό και ἡ (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. κηρό-χρως, οινό-χρως].