σκηνοποιός: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, [[φύσις]] Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ. | |lstext='''σκηνοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, [[φύσις]] Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui construit des tentes, des abris, des couvertures <i>en parl. de la nature</i>;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> constructeur de tentes;<br /><b>2</b> machiniste, mécanicien.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A tentmaker, Act.Ap.18.3. II maker of stage-properties, Com.Adesp.98. III (σκῆνος 11) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien.
Étymologie: σκηνή, ποιέω.