μάτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάτος''': [ᾰ], τό, ἢ ὁ, [[ζήτησις]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 520. | |lstext='''μάτος''': [ᾰ], τό, ἢ ὁ, [[ζήτησις]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 520. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάτος]], ό, ἡ (Α)<br />[[ζήτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από [[ματεύω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό, or ὁ,
A search, Hp. ap. Gal.19.120.
German (Pape)
[Seite 101] τό, das Suchen, Forschen, Untersuchen, Hippocr. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μάτος: [ᾰ], τό, ἢ ὁ, ζήτησις, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ. 520.
Greek Monolingual
μάτος, ό, ἡ (Α)
ζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ματεύω].