Κενταυρικός: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_10) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κενταυρικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς Κένταυρον, δηλ. [[ἄγριος]], [[θηριώδης]], [[κτηνώδης]]·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38. | |lstext='''Κενταυρικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς Κένταυρον, δηλ. [[ἄγριος]], [[θηριώδης]], [[κτηνώδης]]·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κενταυρικός:''' -ή, -όν, όπως [[ένας]] [[Κένταυρος]], δηλ. [[τραχύς]], [[βίαιος]], [[κτηνώδης]], [[ζωώδης]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.
Greek (Liddell-Scott)
Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.
Greek Monotonic
Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.