σταύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ. | |lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enclore de palissades.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stockade, Th.7.25.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.